παραλογεύομαι

παραλογεύομαι
Α
εισπράττω με βίαιο τρόπο, εκβιαστικά, υπερβολικό φόρο από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + λογεύω «συλλέγω φόρους, συνεισφορές»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραλογεία — ή Α [παραλογεύομαι] εκβιαστική και βίαιη είσπραξη υπερβολικού φόρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”